ταμπούκι

ταμπούκι
το, Ν
ναυτ. το μεσόστεγο τού πλοίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεσόστεγο — το ναυτ. ο κλειστός χώρος ή το περίκλειστο υπόστεγο γύρω από τη γέφυρα πλοίου, κν. ταμπούκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + στέγη (πρβλ. υπό στεγο). Η λ., στον λόγιο τ. μεσόστεγον, μαρτυρείται από το 1876 στον Λ. Παλάσκα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”